αντικομματικός

αντικομματικός
η , ό[ν] антипартийный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αντικομματικός" в других словарях:

  • αντικομματικός — ή, ό 1. (πρόσωπο) που σκέπτεται ή ενεργεί εναντίον του κόμματός του 2. ο εναντίον των κομμάτων ή του κομματισμού 3. (ενέργεια) που ζημιώνει το κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κομματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Δ. Ι. Ποιμενίδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»